Στα βόρεια κράσπεδα της σημερινής λίμνης Στυμφαλίας, ανατολικά της κεντρικής επαρχιακής οδού και του σύγχρονου Μουσείου Περιβάλλοντος Στυμφαλίας, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης Στύμφαλου. Η ίδρυση της αν και ανασκαφικά προσδιορίζεται στα αρχαϊκά χρόνια, χάνεται στην πραγματικότητα στα βάθη του μύθου. Το όνομά της το πήρε από τον μυθικό πρώτο οικιστή της τον Στύμφαλο και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για πολλούς μύθους, θρύλους και ιστορίες, που περιπλέκονται κυρίως με τα νερά της περιοχής. Ο γνωστότερος μύθος φυσικά, είναι αυτός των Στυμφαλίδων Όρνιθων, ο οποίος όμως δεν εμπλέκει άμεσα την αρχαία πόλη. Ένας άλλος όμως μύθος της περιοχής, αυτός της διαμάχης του Πέλοπα με τον Στύμφαλο αφορά άμεσα τον οικισμό. Σύμφωνα με αυτόν ο Πέλοπας στην προσπάθειά του να κατακτήσει όλη τη χερσόνησο της Πελοποννήσου βρέθηκε στην Στυμφαλία αντίπαλος με τον τοπικό βασιλιά Στύμφαλο. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να κατακτήσει την περιοχή ο Πέλοπας κατέφυγε σε ένα δόλιο και ανόσιο τέχνασμα. Κάλεσε σε δείπνο ειρήνης τον Στύμφαλο και στη διάρκειά του τον σκότωσε, διαμέλισε και πέταξε το πτώμα του. Γι’ αυτό το έγκλημα όμως τιμωρήθηκε από τους θεούς με παρατεταμένη ανομβρία! Οι καλλιέργειες καταστράφηκαν, τα ζώα ψοφούσαν και οι άνθρωποι μετά βίας έβρισκαν λίγο νερό, κακής ποιότητας. Το πρόβλημα λύθηκε τελικά με χρησμό από το Μαντείο των Δελφών που ζήτησε από τον Πέλοπα να πείσει τον ευσεβέστερο όλων των ανθρώπων, τον Αιακό να προσευχηθεί. Ποιος ήταν όμως ο Αιακός; Ο Αιακός ήταν γιος του Δία και της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού, του ποταμού που πηγάζει ακόμη από τα ίδια καρστικά εδάφη ανατολικά της σημερινής λίμνης και μεταφέρει τα νερά της Στυμφαλίας στην παραλιακή Κορινθία! Το παιχνίδι του νερού ακόμη και μέσα από τις μυθολογικές αναφορές είναι συναρπαστικό!
Κατά την Μυκηναϊκή εποχή και συγκεκριμένα τον 13ο και 14ο π.Χ. η περιοχή κατοικήθηκε από πληθυσμούς με πολύ καλές γνώσεις μηχανικής που επιχείρησαν την αποξήρανση μεγάλου μέρους της λίμνης και της εξασφάλισης εύφορων εδαφών προστατευμένων από τις πλημμύρες. Η πόλη αναφέρεται στον Κατάλογο Νηών της Β΄ Ραψωδίας της Ιλιάδας, ως υποτελής των Μυκηνών και του Αγαμέμνονα μαζί με άλλες αρκαδικές πόλεις και επικεφαλής τον Αγαπήνορα. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα των κατοίκων εκείνης της εποχής, μέρος των οποίων είναι διακριτό και στις μέρες μας, εκτιμάται ότι περιλάμβαναν υδατοφράκτες, τουλάχιστον δύο, οι οποίοι περιόριζαν τα νερά της λίμνης βορειοδυτικά και δημιουργούσαν δύο πόλντερ καλλιεργήσιμης γης στις παρυφές του Απέλαυρου όρους, ανατολικά και δυτικά της σημερινής λίμνης. Τους Στυμφάλιους τους βρίσκουμε στο έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», γύρω στα 411 π.Χ., όπου μνημονεύεται ο τοπικός στρατηγός Σοφαίνετος, επικεφαλής 1000 ανδρών. Στο ίδιο έργο, μνημονεύονται οι Αγασίας και Αινείας, Στυμφάλιοι αξιωματικοί οι οποίοι διακρίθηκαν για το θάρρος τους και τις στρατιωτικές αρετές τους. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η Στύμφαλος γίνεται στόχος της Αθήνας και ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης προσπαθεί να την κατακτήσει, φράζοντας τις καταβόθρες ώστε να πλημμυρίσει ο κάμπος και η πόλη και πολιορκώντας την, ανεπιτυχώς όμως. Κατά τη Θηβαϊκή εκστρατεία το 370 π.Χ. οι Στυμφάλιοι τάσσονται στο πλευρό του Επαμεινώνδα αλλά λίγα χρόνια αργότερα φεύγουν από την ηγεμονία της Θήβας και προσχωρούν στην Σπάρτη. Επί Μακεδονικής κυριαρχίας η Στυμφαλία ακολούθησε την τύχη των πόλεων της Πελοποννήσου, ενώ μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου δέχθηκε αλλεπάλληλες μακεδονικές φρουρές. Το 234 π.Χ. η Στύμφαλος προσχωρεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό τον Άρατο τον Σικυώνιο και ακολουθεί τη μοίρα της Κορίνθου στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, όταν ισοπεδώνεται από τους Ρωμαίους και παραδίδεται στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Το 218 π.Χ. καταγράφεται μια σημαντική μάχη στις παρυφές του Απέλαυρου κοντά στην καταβόθρα της Γιδομάντρας μεταξύ Μακεδόνων και Ηλείων εισβολέων η οποία έληξε με μεγάλη νίκη των Μακεδόνων. Μάλιστα διασώζεται η αναφορά ότι 100 Ηλείοι πωλήθηκαν ως σκλάβοι στα παζάρια της Κορίνθου και τα έσοδα καρπώθηκαν οι Στυμφάλιοι.
Σήμερα, μεγάλο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου είναι μισοβυθισμένο στα νερά της λίμνης. Ο αρχαιολογικός χώρος, που αρχικά ανασκάφηκε από το Αναστάσιο Ορλάνδο μεταξύ 1924-1930, είναι της ύστερης κλασικής περιόδου και περιλαμβάνει παλαίστρες και θέατρο. Τα τελευταία χρόνια, στην Στυμφαλία πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές από το Πανεπιστήμιο της British Columbia, οι οποίες αποκάλυψαν ότι η πόλη ήταν χτισμένη σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα – προσανατολισμός πόλης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μεγάλοι δρόμοι και περιτειχισμένη με ισχυρό τείχος. Στην νότια πλευρά του τείχους εντοπίζεται η Πύλη του Φλιούντα, άριστο παράδειγμα αμυντικής αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών η κυρίως πόλη εκτεινόταν ανατολικά και βόρεια της ακρόπολης της Στυμφαλίας. Οι κατοικίες περιλάμβαναν εσωτερική αυλή με πηγάδι και χώρους αποθήκευσης. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως θεμέλια από δημόσια κτήρια, καθώς και από μεγάλο οικοδόμημα με κυκλικό τοίχο και ναό, αλλά και τον περίβολο της αγοράς. Το θέατρο βρισκόταν στη νότια πλευρά της ακρόπολης λαξευμένο στο βράχο, όμως λόγω της σαθρότητας του πετρώματος, δεν διασώθηκαν πολλά καθίσματα παρά μόνον η σκηνή του. Εντός του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται η Κρήνη της Στυμφαλίας η οποία παρέχει αδιάλειπτα το πολύτιμο νερό της από την Αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Από αυτήν κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα ξεκινούσε και το Αδριάνειο υδραγωγείο, ίχνη του υπάρχουν ακόμα στην περιοχή, το οποίο από τότε ακόμα μετέφερε τα νερά της περιοχής στην Κόρινθο. Τέλος, οι έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία για την πολεμική δεινότητα των Στυμφάλιων γεγονός που τους καθιστούσε περιζήτητους μισθοφόρους. Το γεγονός ενισχύει η ανεύρεση νομίσματος από την Καρχηδόνα και ένα αγγείο του 2ου π.Χ. αιώνα από την περιοχή της Ιερουσαλήμ. Η πρόσβαση στον αρχαιολογικό χώρο, όταν το επιτρέπει η στάθμη του είναι σχετικά εύκολη, ακολουθώντας το μονοπάτι που βρίσκεται δυτικά του Μουσείου Περιβάλλοντος και της επαρχιακής οδού και κατηφορίζει στις όχθες της λίμνης.